ίβηξ

ίβηξ
ὁ, ἡ
είδος αιγάγρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ibex < λατ. ibex, -icis «τραγέλαφος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγριοκάτσικο ή αίγαγρος — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό που ζει στις ορεινές περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής. Σε ορισμένες περιοχές τείνει να εκλείψει εξαιτίας του κυνηγιού, γι’ αυτό προστατεύεται από αυστηρές διατάξεις. Με το… …   Dictionary of Greek

  • αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”